- κιννάβαρι ή κινναβαρίτης
- Ορυκτό του υδραργύρου, με χημικό τύπο HgS (θειούχος υδράργυρος), που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα (ολοαξονική ημιεδρία). Ανήκει στην ομάδα των θειούχων ορυκτών, έχει χρώμα άλικο, κόκκινο, καστανέρυθρο, μαύρο ή μεταλλικό μολυβδόφαιο, ανάλογα με τις προσμείξεις. Έχει σκληρότητα 2-2,5 στην κλίμακα των ορυκτών και πυκνότητα 8-8,2 gr/cm3. Σπάνια συναντάται σε κρυστάλλους καθαρά σχηματισμένους με αδαμάντινη λάμψη. Συνήθως βρίσκεται σε μικροκοκκώδη συσσωματώματα ή διάχυτο μέσα σε διάφορα πετρώματα, όπως στους ψαμμίτες, στους αργιλικούς σχιστόλιθους, στους δολομίτες, στους ασβεστόλιθους, στους σερπεντίνες, σε βιτουμενούχα πετρώματα κ.α. Συχνά, επίσης, βρίσκεται μαζί με σταγόνες υδραργύρου, με σιδηροπυρίτη, χαλκοπυρίτη, χαλαζία κ.ά. και σπάνια με αυτοφυή χρυσό. Είναι το σημαντικότερο μετάλλευμα του υδραργύρου και, πρακτικά, το μοναδικό που χρησιμεύει για την εξαγωγή του μετάλλου αυτού. Τα σπουδαιότερα κοιτάσματα του κ. βρίσκονται στην επαφή εκρηξιγενών και ιζηματογενών πετρωμάτων. Αξιόλογες συγκεντρώσεις, και γι’ αυτό εκμεταλλεύσιμες, υπάρχουν στην Τοσκάνη, στην Ίστρια, στην Αλμαντέν και στην Καλιφόρνια.
Ψαμμίτης με κόκκινους κόκκους κινναβαρίτη.
Dictionary of Greek. 2013.